προστατῶ

προστατῶ
προστατέω
ruleover
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προστατέω
ruleover
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
προστατέω
ruleover
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προστατέω
ruleover
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το …   Dictionary of Greek

  • προστατήριος — ία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον ή κάτι 2. αυτός που προστατεύει («προστατήριος θεός», επιγρ.) 3. το θηλ. προσωνυμία τής Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς 4. (το αρσ.) προσωνυμία τού Απόλλωνος, τού οποίου το άγαλμα ήταν τοποθετημένο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”